κουβούκλι

κουβούκλι
το
(λ. λατ.)
1. θολοσκέπαστο δωμάτιο.
2. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται πάνω σε λεπτές κολόνες: Στόλισαν το κουβούκλι του επιταφίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουβούκλιο — και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῡκλιν και κουβικούλιον) κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη νεοελλ. 1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες 2. φρ. «το κουβούκλιο τού Επιταφίου» το θολωτό ιερό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”