- κουβούκλι
- το(λ. λατ.)1. θολοσκέπαστο δωμάτιο.2. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται πάνω σε λεπτές κολόνες: Στόλισαν το κουβούκλι του επιταφίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.